Τεχνολογία Bicom

Που υπερέχει η μέθοδος BICOM;

Ανακαλύψτε την επιτομή της τεχνολογικής εξέλιξης στο κόσμο του βιοσυντονισμού.

  • Με τη συσκευή BICOM χρησιμοποιούνται τα ίδια τα ηλεκτρομαγνητικά σήματα του σώματος, τα οποία αφού σκαναριστούν, τροποποιούνται θεραπευτικά και επιστρέφονται πίσω στον ασθενή. Άλλωστε, το σώμα έχει όλες τις πληροφορίες σχετικά με τις επιβαρύνσεις και τις δυσλειτουργίες του.
  • Η μέθοδος είναι ολιστική, αφού εντοπίζονται και αντιμετωπίζονται διαταραχές στο ενεργειακό, το συναισθηματικό/νοητικό επίπεδο και το σωματικό επίπεδο.
  • Υπάρχουν πάνω από 1300 έτοιμα προ-αποθηκευμένα προγράμματα για ενδείξεις που καλύπτουν όλα τα όργανα και συστήματα του σώματος (σωματικά και ενεργειακά).
  • Η εφαρμογή γίνεται κατευθείαν πάνω στο σώμα και δεν χρειάζεται η χρήση υποστηρικτικών “φαρμάκων” (σκευασμάτων και συμπληρωμάτων).
  • Η ευκολία της εφαρμογής είναι ιδιαίτερα ευχάριστη, τόσο για τους χρήστες όσο και για τους ασθενείς.
  • Τα αποτελέσματα των εφαρμογών είναι ορατά από τις πρώτες 1-3 συνεδρίες, ενώ συνολικά δεν χρειάζεται μεγάλος αριθμός επαναλήψεων. Τα μεσοδιαστήματα μεταξύ συνεδριών κυμαίνονται από 7-21 μέρες στα χρόνια περιστατικά.
  • Η μέθοδος δεν είναι αυτοματοποιημένη, προϋποθέτει τον ανθρώπινο παράγοντα, ο οποίος θα πάρει το ιστορικό, θα εκτιμήσει την κλινική εικόνα, θα κάνει την εξέταση και θα αποφασίσει για την προτεραιότητα στην αντιμετώπιση των μπλοκαρισμάτων και επιβαρύνσεων.
  • Ο κάθε χρήστης τροποποιεί και χρησιμοποιεί τη μέθοδο ανάλογα με τις γνώσεις και την εξειδίκευσή του, με το ίδιο καλά αποτελέσματα.
  • Η τεχνολογία των συσκευών BICOM είναι γερμανική, όπως και η κατασκευή τους. Η αποτελεσματικότητα της εφαρμογής της μεθόδου στηρίζεται στην εμπειρία θεραπευτών που τη χρησιμοποιούν για πάνω από τρεις δεκαετίες. Μόνο στην Γερμανία, περισσότεροι από 8000 γιατροί και φυσικοπαθητικοί ασχολούνται με τη μέθοδο.
  • Στην Κίνα οι συσκευές BICOM χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση αλλεργιών μέσα στα νοσοκομεία ενώ στην Τουρκία, η εγκυρότητα της μεθόδου ελέγχθηκε και γνωμοδοτήθηκε από γιατρούς και καθηγητές νοσοκομείων.
  • Στην Ιατρική σχολή της Αλεξανδρούπολης διεξήχθησαν έρευνες σχετικά με την αποτελεσματικότητα του βιοσυντονισμού και έγιναν προπτυχιακές και μεταπτυχιακές έρευνες, καθώς και διδακτορική διατριβή από το διδάκτορα Περικλή Καράκο.
  • Η εταιρεία REGUMED, οργανώνει σε ετήσια βάση το μεγαλύτερο Διεθνές Συνέδριο Βιοσυντονισμού, όπου ανακοινώνονται όλες οι εξελίξεις στο χώρο

Βασικές Αρχές

Η μέθοδος BICOM είναι μια μη-επεμβατική, ήπια μορφή συμπληρωματικής θεραπείας κατάλληλη για μωρά και παιδιά και υπερευαίσθητους ασθενείς. Και τα ζώα, από τα ινδικά χοιρίδια έως τα άλογα, μπορούν να οφεληθούν από αυτήν.

Η μέθοδος δεν θεραπεύει παθήσεις αλλά βοηθάει το σώμα να απαλλαγεί από τα φορτία επιβάρυνσης και να αποκατασταθεί η λειτουργία της αυτο-ρύθμισης, δηλαδή η ικανότητα του οργανισμού να αυτοθεραπεύεται. Ειδικεύεται στην αντιμετώπιση επιβαρυντικών παραγόντων, οι οποίοι μπορεί να συμβάλλουν στις περιβαλλοντικές παθήσεις. 

Μερικές από αυτές είναι οι γενικευμένοι πόνοι, η κόπωση, οι πεπτικές διαταραχές, τα δερματικά προβλήματα, τα ψυχολογικά θέματα ή απλά η αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά.

 

Έννοιες της ασθένειας

‘Εως τα μέσα του 1800, οι άνθρωποι δεν είχαν ρεαλιστικές ιδέες όσον αφορά την προέλευση της ασθένειας. Στη συνέχεια, χάρη στις εργασίες του Louis Pasteur, του Robert Koch και άλλων, έγινε αποδεκτή η «θεωρία των μικροβίων», με βάση την ιδέα ότι ένα συγκεκριμένο μικρόβιο προκαλεί την ίδια ασθένεια σε όλους τους ασθενείς κάτω από όλες τις συνθήκες. Ωστόσο, ένας σεβαστός σύγχρονος του Pasteur, ο γιατρός Jacques Antoine Bechamp, πίστευε ότι η θεωρία των μικροβίων ήταν υπεραπλουστευμένη και υποστήριξε ότι οι ασθένειες ήταν το αποτέλεσμα πολλαπλών παραγόντων μοναδικών για το κάθε άτομο, ανάλογα με την εσωτερική κατάσταση του οργανισμού και το εξωτερικό περιβάλλον. Η συζήτηση συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Οι πολλαπλές απόψεις εκφράζονται καλά από τον Hans Seyle MD, στο βιβλίο του «Το Στρες της Ζωής”.

Στις μέρες μας, ζούμε μια ταραχώδη ζωή με γρήγορους ρυθμούς. Μια μεγάλη σειρά τεχνικών συσκευών, απίστευτα γρήγορα μέσα μεταφοράς και επικοινωνίας, μεγάλες ποσότητες γρήγορων επεξεργασμένων τροφών και χημικά προϊόντα κάνουν την καθημερινή μας ζωή κατά πολύ ευκολότερη. Η τεχνολογία που έχουμε σήμερα θα φάνταζε σχεδόν σαν επιστημονική φαντασία πριν 50 ή 60 χρόνια. Κι ενώ τα απολαμβάνουμε όλα αυτά, μερικοί από μας πληρώνουν το τίμημα για αυτό.

Πώς εξελίχθηκε η μέθοδος;

Η μέθοδος έχει τις ρίζες της στη δεκαετία του ’70 και συνδέεται με τον γερμανό γιατρό Franz Morell, ο οποίος χρησιμοποιούσε τον ηλεκτροβελονισμό και την ομοιοπαθητική. Η ομοιοπαθητική θεωρείται “πληροφοριακή θεραπεία”. Μία από τις αρχές της ομοιοπαθητικής είναι ότι το νερό έχει μνήμη. Τα ομοιοπαθητικά φάρμακα χρησιμοποιούν πληροφορίες από ουσίες που έχουν αραιωθεί πολλαπλές φορές στο νερό. Ο Morell αναρωτήθηκε αν θα ήταν δυνατόν να αναπτυχθεί ένα είδος «ηλεκτρονικής ομοιοπαθητικής» με τη χρήση ηλεκτρομαγνητικών σημάτων της «ασθένειας», που θα λαμβάνονταν από το ίδιο το σώμα του ασθενούς. Άλλωστε, το σώμα μας αποτελείται από 70% νερό και έτσι οι «πληροφορίες της ασθένειας» θα πρέπει να αποθηκεύονται εκεί, αν αυτή η θεωρία ήταν σωστή. Ο Morell συνεργάστηκε πάνω στην υλοποίηση της ιδέας με τον γαμπρό του και ηλεκτρονικό μηχανικό Erich Rasche για την ανάπτυξη μιας τέτοιας συσκευής θεραπείας. Το 1977 μαζί με τον βιοφυσικό Dr. Ludger Mersmann, έφτιαξαν ένα φίλτρο που διαχώριζε το ηλεκτρομαγνητικό σήμα της «ασθένειας» από το «υγιές» ηλεκτρομαγνητικό σήμα. Αυτό οδήγησε σε μια συσκευή θεραπείας με βιοανάδραση που ονομάστηκε MORA, κάνοντας χρήση ηλεκτροδίων στο δέρμα. Αυτά έπαιρναν τις ενεργειακές πληροφορίες, οι οποίες τροποποιούνταν και αποστέλλονταν πίσω στον ασθενή για την ενίσχυση των «υγιών» ενεργειών στο σώμα και την ακύρωση των ενεργειών της «ασθένειας».

Αυτή η πρώτη συσκευή βιο-ανάδρασης απαιτούσε επίπονη, χειροκίνητη ρύθμιση και ο Hans Brügemann, ένας συνάδελφος του Morell, είδε το πλεονέκτημα της χρήσης ενός ενσωματωμένου υπολογιστή, που θα επέτρεπε την αυτοματοποίηση της λειτουργίας και θα το καταστούσε ευκολότερο στην χρήση. Το 1987 ίδρυσε τη δική του εταιρεία (τώρα Regumed GmbH) για να κατασκευάσει μια τέτοια συσκευή. Ονόμασε τη συσκευή του BICOM και επινόησε τον όρο “bioresonance” για αυτή την τεχνική. Από τότε, η Regumed κάνει συνεχείς τεχνικές βελτιώσεις στο Bicom, κάποιες κατόπιν συνεργασίας με βιοφυσικούς ερευνητές, συμπεριλαμβανομένων του καθηγητή Cyril Smith (UK) και του καθηγητή Fritz-Albert Popp (Γερμανία).

Σήμερα, υπάρχουν πάνω από 22,000 συσκευές σε όλο το κόσμο και σε περισσότερες από 90 χώρες, οι οποίες χρησιμοποιούνται τόσο από γιατρούς στον ιδιωτικό τομέα όσο και από φυσικοπαθητικούς θεραπευτές. Η μέθοδος χρησιμοποιείται ευρέως και σε άλλες γερμανόφωνες χώρες, την Αυστρία και την Ελβετία, καθώς και στις Κάτω Χώρες και το Ηνωμένο Βασίλειο. Έχει αρχίσει να γίνεται πιο γνωστή κι έξω από την Ευρώπη, κυρίως στην Κίνα, όπου οι συσκευές Bicom χρησιμοποιούνται σε κρατικά νοσοκομεία, κυρίως παιδιατρικά. Σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Αυστραλίας, η τεχνική αυτή θεωρείται ως συμπληρωματική θεραπεία. Στην Ελλάδα, έχει καταχωρηθεί ως εναλλακτική θεραπεία.

Στις μέρες μας, ζούμε μια ταραχώδη ζωή με γρήγορους ρυθμούς. Μια μεγάλη σειρά τεχνικών συσκευών, απίστευτα γρήγορα μέσα μεταφοράς και επικοινωνίας, μεγάλες ποσότητες γρήγορων επεξεργασμένων τροφών και χημικά προϊόντα κάνουν την καθημερινή μας ζωή κατά πολύ ευκολότερη. Η τεχνολογία που έχουμε σήμερα θα φάνταζε επιστημονική φαντασία πριν 50 ή 60 χρόνια. Κι ενώ τα απολαμβάνουμε όλα αυτά, μερικοί από μας πληρώνουν το τίμημα για αυτό.

Scroll to Top